Έχει περάσει καιρός από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε. Τότε πονούσα. Σε έβλεπα και δε μπορούσα να σε αγγίξω κι αυτό ήταν φρικτό. Ένιωθα τον κόσμο μου να γκρεμίζεται γιατί όλος ο κόσμος μου ήσουν εσύ. Και τώρα σε βλέπω μπροστά μου και δε νιώθω τίποτα.
Ήσουν ο άνθρωπος μου. Αυτός που στην αγκαλιά του χανόμουν. Αυτός που ήξερε τα πάντα για μένα. Τις συνήθειές μου, τα μυστικά μου, τις φοβίες μου, τα όνειρά μου γιατί τα μοιραζόμασταν όλα. Την οδοντόβουρτσα, το κρεβάτι μας, τις αστείες, τις κακές, τις χαρούμενες στιγμές μας, τα προβλήματά μας, τα άγχη μας, τον έρωτά μας.
Αν κλείσω τα μάτια θα θυμηθώ τα βράδια που περνούσαμε αγκαλιά. Τα Σαββατοκύριακα που εσύ προσπαθούσες να μου μαγειρέψεις κι εγώ να φέρω σε τάξη το μπάνιο σου. Τη γκρίνια σου γιατί δεν έκλεινα το καπάκι του σαμπουάν και τα φιλιά σου που με ξυπνούσαν τα πρωινά με τον καλύτερο τρόπο για να πάω στη δουλειά, αφού ήξερες πόσο πολύ μου αρέσει ο πρωινός ύπνος.
Για πολλές Κυριακές αρνιόμουν να σηκωθώ από το κρεβάτι γιατί δεν ήσουν δίπλα μου εσύ. Με τον καιρό όμως έμαθα να κοιμάμαι μόνη. Συνήθισα να ξυπνάω με το ξυπνητήρι και όχι με τα φιλιά σου. Κι ενώ πίστευα ότι ο πόνος δε θα περάσει ποτέ, πέρασε και τώρα είμαι εντελώς καλά. Όσο κι αν πίστευα ότι δε θα έβγαινα αρτιμελής από αυτόν το χωρισμό κι ότι ένα κομμάτι μου θα ήταν για πάντα δικό σου, τώρα δεν είσαι τίποτά άλλο από μια μακρινή ανάμνηση. Από εκείνες που έλεγα ότι ποτέ δε θα βάλω στο συρτάρι, αλλά μπήκε από μόνη της.
Και τελικά είσαι ένας άγνωστος. Είσαι εσύ, αλλά δεν είσαι εκείνος. Για εκείνον θα κατέρρεα όταν τον έβλεπα. Κι όμως είμαι απέναντί σου όρθια και χρειάστηκε να κλείσω τα μάτια για να θυμηθώ όλα εκείνα που με ένωσαν μαζί σου.
Μου χαμογελάς και χάνεσαι στο πλήθος. Χαμογελάω κι εγώ. Είμαι εντελώς καλά κι εσύ ένας ξένος... Μια σχέση που δεν άντεξε στο χρόνο. Ένα χρόνο που όμως εξαφάνισε όλες τις πληγές. Και είναι τόσο αστείο αυτό που με κάνει να χαμογελάω...
Ήσουν ο άνθρωπος μου. Αυτός που στην αγκαλιά του χανόμουν. Αυτός που ήξερε τα πάντα για μένα. Τις συνήθειές μου, τα μυστικά μου, τις φοβίες μου, τα όνειρά μου γιατί τα μοιραζόμασταν όλα. Την οδοντόβουρτσα, το κρεβάτι μας, τις αστείες, τις κακές, τις χαρούμενες στιγμές μας, τα προβλήματά μας, τα άγχη μας, τον έρωτά μας.
Αν κλείσω τα μάτια θα θυμηθώ τα βράδια που περνούσαμε αγκαλιά. Τα Σαββατοκύριακα που εσύ προσπαθούσες να μου μαγειρέψεις κι εγώ να φέρω σε τάξη το μπάνιο σου. Τη γκρίνια σου γιατί δεν έκλεινα το καπάκι του σαμπουάν και τα φιλιά σου που με ξυπνούσαν τα πρωινά με τον καλύτερο τρόπο για να πάω στη δουλειά, αφού ήξερες πόσο πολύ μου αρέσει ο πρωινός ύπνος.
Για πολλές Κυριακές αρνιόμουν να σηκωθώ από το κρεβάτι γιατί δεν ήσουν δίπλα μου εσύ. Με τον καιρό όμως έμαθα να κοιμάμαι μόνη. Συνήθισα να ξυπνάω με το ξυπνητήρι και όχι με τα φιλιά σου. Κι ενώ πίστευα ότι ο πόνος δε θα περάσει ποτέ, πέρασε και τώρα είμαι εντελώς καλά. Όσο κι αν πίστευα ότι δε θα έβγαινα αρτιμελής από αυτόν το χωρισμό κι ότι ένα κομμάτι μου θα ήταν για πάντα δικό σου, τώρα δεν είσαι τίποτά άλλο από μια μακρινή ανάμνηση. Από εκείνες που έλεγα ότι ποτέ δε θα βάλω στο συρτάρι, αλλά μπήκε από μόνη της.
Και τελικά είσαι ένας άγνωστος. Είσαι εσύ, αλλά δεν είσαι εκείνος. Για εκείνον θα κατέρρεα όταν τον έβλεπα. Κι όμως είμαι απέναντί σου όρθια και χρειάστηκε να κλείσω τα μάτια για να θυμηθώ όλα εκείνα που με ένωσαν μαζί σου.
Μου χαμογελάς και χάνεσαι στο πλήθος. Χαμογελάω κι εγώ. Είμαι εντελώς καλά κι εσύ ένας ξένος... Μια σχέση που δεν άντεξε στο χρόνο. Ένα χρόνο που όμως εξαφάνισε όλες τις πληγές. Και είναι τόσο αστείο αυτό που με κάνει να χαμογελάω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου