Το λαμπάκι στην έξοδο κινδύνου του μυαλού της είχε ήδη αρχίσει να ανάβει. Έπρεπε να φύγει.
To φως της αυγής έμπαινε από τη μεγάλη μπαλκονόπορτα. Τα ρούχα της βρίσκονταν στο πάτωμα.
Όχι, αυτό το κρεβάτι δεν της είναι οικείο. Δεν είναι το δικό της κρεβάτι. Καλύτερα, σκέφτηκε. Μπορούσε να φύγει και να μην την καταλάβει κανείς.
Κοιτάζει το πρόσωπό του. Είναι όμορφος. Θυμάται τα μάτια του όταν την κοιτούσε και μοιραζόταν το πόθο του μαζί της. Ήταν μια γαλάζια άγρια θάλασσα που μαρτυρούσε πως ήθελε το κορμί της. Και της το έδειξε με κάθε τρόπο.
Τα ξανθά του μαλιά, κοντοκουρεμένα στόλιζαν το υπέροχο πρόσωπό του. Τα αξύριστα γένια και τα σαρκώδη χείλη του, του έδιναν την όψη ενός αγγέλου που το έσκασε για λίγο από τον ουρανό για να έρθει στη γη και να αμαρτήσει.
Το σώμα του αγαλματένιο. Ψηλός, με μεγάλες πλάτες, στιβαρά μπράτσα. Το τατουάζ στην πλάτη του κάτι έγραφε, σε μια άλλη γλώσσα, ίσως αραμαϊκή, και δε μπορούσε να καταλάβει τι. Όχι πως την ένοιαζε κιόλας.
Χάιδεψε για λίγο τα μπράτσα του κι αυτός μέσα στον ύπνο του χαμογέλασε. Πόσο όμορφος είναι όταν χαμογελάει, σκέφτηκε. Άγγιξε λίγο τα χείλη του. Εκείνος ανταποκρίθηκε και άνοιξε την αγκαλιά του για να τη βάλει μέσα. Θα μπορούσε να μείνει στην αγκαλιά του, αλλά κάτι τη σταματούσε να το κάνει.
Τον χάιδεψε για λίγο μέχρι να ξανακοιμηθεί και μετά σηκώθηκε. ΈΒαλε τα ρούχα της γρήγορα και αθόρυβα και γύρισε να τον κοιτάξει μια φορά ακόμα. Της άρεσε, το παραδέχτηκε, αλλά δε μπορούσε να μείνει. Ίσως τον ξανασυναντούσε.
Κι αν τον ξανασυναντούσε ίσως ερχόταν κι εκείνη η μέρα που θα ξυπνούσε και το φως στην έξοδο κινδύνου δε θα άναβε γιατί θα ήξερε πως αυτός που βρίσκεται δίπλα της είναι εκείνος.
Μια μέρα θα κοιτούσε το λαμπάκι στην έξοδο κινδύνου και θα του έλεγε "σβήσε, τσάμπα καις", θα γυρνούσε πλευρό, θα χωνόταν στην αγκαλιά του χωρίς πανικούς φυγής θα έμενε εκεί. Ίσως... Μια μέρα...
To φως της αυγής έμπαινε από τη μεγάλη μπαλκονόπορτα. Τα ρούχα της βρίσκονταν στο πάτωμα.
Όχι, αυτό το κρεβάτι δεν της είναι οικείο. Δεν είναι το δικό της κρεβάτι. Καλύτερα, σκέφτηκε. Μπορούσε να φύγει και να μην την καταλάβει κανείς.
Κοιτάζει το πρόσωπό του. Είναι όμορφος. Θυμάται τα μάτια του όταν την κοιτούσε και μοιραζόταν το πόθο του μαζί της. Ήταν μια γαλάζια άγρια θάλασσα που μαρτυρούσε πως ήθελε το κορμί της. Και της το έδειξε με κάθε τρόπο.
Τα ξανθά του μαλιά, κοντοκουρεμένα στόλιζαν το υπέροχο πρόσωπό του. Τα αξύριστα γένια και τα σαρκώδη χείλη του, του έδιναν την όψη ενός αγγέλου που το έσκασε για λίγο από τον ουρανό για να έρθει στη γη και να αμαρτήσει.
Το σώμα του αγαλματένιο. Ψηλός, με μεγάλες πλάτες, στιβαρά μπράτσα. Το τατουάζ στην πλάτη του κάτι έγραφε, σε μια άλλη γλώσσα, ίσως αραμαϊκή, και δε μπορούσε να καταλάβει τι. Όχι πως την ένοιαζε κιόλας.
Χάιδεψε για λίγο τα μπράτσα του κι αυτός μέσα στον ύπνο του χαμογέλασε. Πόσο όμορφος είναι όταν χαμογελάει, σκέφτηκε. Άγγιξε λίγο τα χείλη του. Εκείνος ανταποκρίθηκε και άνοιξε την αγκαλιά του για να τη βάλει μέσα. Θα μπορούσε να μείνει στην αγκαλιά του, αλλά κάτι τη σταματούσε να το κάνει.
Τον χάιδεψε για λίγο μέχρι να ξανακοιμηθεί και μετά σηκώθηκε. ΈΒαλε τα ρούχα της γρήγορα και αθόρυβα και γύρισε να τον κοιτάξει μια φορά ακόμα. Της άρεσε, το παραδέχτηκε, αλλά δε μπορούσε να μείνει. Ίσως τον ξανασυναντούσε.
Κι αν τον ξανασυναντούσε ίσως ερχόταν κι εκείνη η μέρα που θα ξυπνούσε και το φως στην έξοδο κινδύνου δε θα άναβε γιατί θα ήξερε πως αυτός που βρίσκεται δίπλα της είναι εκείνος.
Μια μέρα θα κοιτούσε το λαμπάκι στην έξοδο κινδύνου και θα του έλεγε "σβήσε, τσάμπα καις", θα γυρνούσε πλευρό, θα χωνόταν στην αγκαλιά του χωρίς πανικούς φυγής θα έμενε εκεί. Ίσως... Μια μέρα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου